- προσεκρετίνη
- η, Ν(βιοχ.) ανενεργός ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τού δωδεκαδακτύλου, απαντά στον όξινο χυμό τού στομάχου και μετασχηματίζεται σε ενεργό σεκρετίνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεκκριματίνη — η, Ν φυσιολ. η προσεκρετίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. prosecretin < pro (< προ *) + secretin (πρβλ. εκκριματίνη)] … Dictionary of Greek